- νεραϊδόπαρμα
- το [νεραϊδοπαίρνω](λαογρ.) τρέλα που οφείλεται στη δαιμονική επίδραση νεράιδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεραϊδόπαρμα — το, ατος φρενοβλάβεια που πιστεύεται πως την προκαλούν νεράιδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)